δαδηφόρος

δαδηφόρος
δᾳδηφόρος, η (Α)
αυτή που κρατά δάδα (επίθετο τής Περσεφόνης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς (δᾳδός) + -φόρος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων
πρβλ. ασπιδηφόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαιδηφόρου — δᾳδηφόρος torch bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”